- ομόθρησκος
- -η, -ο (ΑΜ ὁμόθρησκος, -ον)αυτός που έχει την ίδια θρησκεία με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + θρῆσκος (πρβλ. ετερό-θρησκος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ομόθρησκος — η, ο αυτός που πιστεύει στην ίδια θρησκεία, αλλ. ομόδοξος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek
ομοδοξώ — (ΑΜ ὁμοδοξῶ, έω) [ομόδοξος] έχω την ίδια γνώμη με κάποιον, συμφωνώ απολύτως νεοελλ. έχω το ίδιο θρήσκευμα με άλλον, είμαι ομόθρησκος … Dictionary of Greek
ομόδοξος — η, ο 1. αυτός που έχει την ίδια γνώμη με άλλον, αλλ. ομόγνωμος (βλ. λ.). 2. ομόθρησκος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)